Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2014

Οι Γερμανοί σκέφτονται πονηρά...





Συζητάμε με τον καθηγητή πολιτικής οικονομίας και ιστορίας της οικονομικής σκέψης για την ιδεολογία της τρόικας και του σύγχρονου νεοφιλελευθερισμού, καθώς και την πολιτική διάσωσης που ακολουθείται. “Αυτή η πολιτική δεν έχει διέξοδο”, τονίζει ο Ν. Θεοχαράκης και καταλήγει: “στην πραγματικότητα η λύση είναι μια σύμπραξη των δυνάμεων της Αριστεράς του Νότου η οποία θα μπορέσει να δημιουργήσει ένα σοβαρό αντίπαλο δέος απέναντι στον Βορρά”.


Τη συνέντευξη πήρε
ο Παύλος Κλαυδιανός


Κά­τω α­πό την ει­κό­να ευ­φο­ρίας που καλ­λιερ­γεί η κυ­βέρ­νη­ση στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα συμ­βαί­νει το ε­ξής: η τρόι­κα υ­πο­στη­ρί­ζει ό­τι η Ελλά­δα δεν έ­χει κά­νει αρ­κε­τά, ό­τι πρέ­πει να συ­νε­χί­σει στην ί­δια γραμ­μή, η κυ­βέρ­νη­ση, α­ντί­θε­τα, α­πα­ντά ό­τι ό­λα έ­χουν γί­νει, ό­τι υ­πάρ­χουν με­γά­λες ε­πι­τυ­χίες ό­πως προ­κύ­πτει και α­πό τα στοι­χεία (πρω­το­γε­νές πλεό­να­σμα, προο­πτι­κή α­νά­καμ­ψης κ.τ.λ.) και ό­τι θα βγού­με στις α­γο­ρές στο τέ­λος του 2014. Τι υ­πο­κρύ­πτει αυ­τή η δια­φο­ρά στην α­νά­γνω­ση της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας;

Η α­λή­θεια εί­ναι ό­τι στην κυ­βέρ­νη­ση πά­ντο­τε ή­ξε­ραν ό­τι υ­πάρ­χει α­νά­γκη πρό­σθε­της χρη­μα­το­δό­τη­σης, αλ­λά μέ­χρι τώ­ρα θεω­ρού­σαν ό­τι με την πι­στή ε­φαρ­μο­γή του μνη­μο­νίου ή θα υ­πήρ­χε α­νά­καμ­ψη της οι­κο­νο­μίας και ε­μπι­στο­σύ­νη των α­γο­ρών και ως εκ τού­του θα μπο­ρού­σαν να α­να­λη­φθούν χρή­μα­τα α­πό τις χρη­μα­τα­γο­ρές – το υ­πε­ραι­σιό­δο­ξο και α­πί­θα­νο σε­νά­ριο – ή θα μπο­ρού­σαν να χρη­σι­μο­ποιού­σαν την κα­λή δια­γω­γή τους ως ε­πι­χεί­ρη­μα για να ε­πι­τύ­χουν μία ρύθ­μι­ση α­πό πλευ­ράς δα­νει­στών. Η ρύθ­μι­ση αυ­τή του χρέ­ους, θα ε­πι­μή­κυ­νε το χρό­νο α­πο­πλη­ρω­μής σε βά­θος δε­κα­ε­τιών και θα μείω­νε το ε­πι­τό­κιο ε­ξυ­πη­ρέ­τη­σης του χρέ­ους. Η τρόι­κα, ό­μως, κά­θε τό­σο ε­πα­νέρ­χε­ται και πιέ­ζει, ε­νώ η κυ­βέρ­νη­ση α­ντι­δρά σπα­σμω­δι­κά ό­πως συ­νέ­βη με το ει­σι­τή­ριο στα νο­σο­κο­μεία που τε­λι­κά α­ντι­κα­τα­στά­θη­κε με αύ­ξη­ση στο φό­ρο κα­πνού. Αυ­τή η μό­νι­μη πίε­ση της τρόι­κας ε­πι­τρέ­πει την ε­φαρ­μο­γή των νε­ο­φι­λε­λευ­θέ­ρων πο­λι­τι­κών σε κά­θε το­μέα της οι­κο­νο­μίας. Πά­ντως, πρέ­πει να ση­μειω­θεί ό­τι υ­πάρ­χουν και δια­φο­ρο­ποιή­σεις στο ε­σω­τε­ρι­κό της τρόι­κας. Το ΔΝΤ βλέ­πο­ντας ό­τι το χρέ­ος δεν μπο­ρεί να α­πο­πλη­ρω­θεί πίε­ζε τους άλ­λους ε­ταί­ρους να προ­χω­ρή­σουν σε με­ρι­κή ρύθ­μι­ση, διό­τι θα βρι­σκό­ταν σε δει­νή θέ­ση αν η Ελλά­δα δεν μπο­ρού­σε να α­πο­πλη­ρώ­σει το δά­νειο, α­φού εκ του κα­τα­στα­τι­κού το ΔΝΤ δε μπο­ρεί να συμ­φω­νή­σει σε δά­νεια που δεν εί­ναι ε­φι­κτή η α­πο­πλη­ρω­μή τους. Το ΔΝΤ ή­θε­λε να έ­χει γί­νει η συμ­φω­νία για με­ρι­κή δια­γρα­φή του χρέ­ους α­πό τη Γερ­μα­νία, πριν α­πό τη πλη­ρω­μή της τε­λευ­ταίας δό­σης, έ­να PSI για τον ε­πί­ση­μο το­μέα – έ­να OSI. Τε­λι­κά η Γερ­μα­νία κα­τά­φε­ρε να πεί­σει το ΔΝΤ να κά­νει λί­γο τα στρα­βά μά­τια και ό­τι στην πο­ρεία, με­τά τις ε­κλο­γές, και α­φού πεί­σει την κοι­νή γνώ­μη να κά­νει κά­τι προς την α­μοι­βαία ε­πι­θυ­μη­τή κα­τεύ­θυν­ση.

Επι­βε­βαιώ­νε­ται αυ­τό;

Οι αι­σιό­δο­ξοι της ελ­λη­νι­κής κυ­βέρ­νη­σης το πι­στεύουν αυ­τό, αλ­λά δεν πεί­θε­ται εύ­κο­λα η γερ­μα­νι­κή κοι­νή γνώ­μη. Δεν εί­ναι βέ­βαιο ό­τι εί­ναι πο­λι­τι­κά ε­φι­κτό. Και στη Γερ­μα­νία υ­πάρ­χουν α­ντί­θε­τες πο­λι­τι­κές δυ­νά­μεις και διά­φο­ρες χώ­ρες δεν το θέ­λουν. Εν τω με­τα­ξύ οι Γερ­μα­νοί σκέ­φτο­νται πο­νη­ρά ό­τι οι συν­θή­κες έ­χουν αλ­λά­ξει α­πό την αρ­χή που τα ελ­λη­νι­κά ο­μό­λο­γα ή­ταν στα χέ­ρια των γερ­μα­νι­κών και ευ­ρω­παϊκών τρα­πε­ζών, ό­ταν ο Πα­παν­δρέ­ου αν ή­θε­λε μπο­ρού­σε να «εκ­βιά­σει» άλ­λη συμ­φω­νία. Η Γερ­μα­νία εί­χε ή­δη δώ­σει αρ­κε­τά χρή­μα­τα για να σώ­σει τις τρά­πε­ζές της. Μέ­σω, δή­θεν, της σω­τη­ρίας της Ελλά­δας και της κοι­νο­τι­κής αλ­λη­λεγ­γύης έ­σω­σε το γερ­μα­νι­κό Δη­μό­σιο, τις τρά­πε­ζές του. Ξε­σκαρ­τά­ρα­νε, λοι­πόν, τα ο­μό­λο­γά τους και το χρέ­ος πέ­ρα­σε στον γερ­μα­νό φο­ρο­λο­γού­με­νο. Ένα άλ­λο θέ­μα εί­ναι το ε­ξής: Μέ­σα στην ι­δε­ο­λο­γία της τρόι­κας και του σύγ­χρο­νου νε­ο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμού εί­ναι ό­τι μια οι­κο­νο­μία για να μπο­ρέ­σει να δου­λέ­ψει πρέ­πει να α­κο­λου­θεί μια πραγ­μα­τι­κά ε­λεύ­θε­ρη οι­κο­νο­μία με α­πε­λευ­θε­ρω­μέ­νη ε­πι­χει­ρη­μα­τι­κό­τη­τα. Στην πρά­ξη ση­μαί­νει κα­τά­λυ­ση ή υ­πο­τυ­πώ­δη λει­τουρ­γία κά­θε εί­δους κοι­νω­νι­κής πρό­νοιας –το βλέ­που­με έ­ντο­να στην εκ­παί­δευ­ση, την υ­γεία κτλ– και να γί­νει πλή­ρης α­πορ­ρύθ­μι­ση των ερ­γα­σια­κών σχέ­σεων, συλ­λο­γι­κές συμ­βά­σεις και ι­δίως ό,τι α­φο­ρά την προ­στα­σία ερ­γα­σίας α­πό την α­πό­λυ­ση κτλ. και την άρ­ση ό­λων των ε­μπο­δίων στην ε­πι­χει­ρη­μα­τι­κό­τη­τα. Τό­τε, πι­στεύουν, μα­ζί με τη μείω­ση των δα­πα­νών η οι­κο­νο­μία, α­πό μό­νη της, θα α­να­κάμ­ψει. Δεν υ­πάρ­χει γι’ αυ­τούς, δη­λα­δή, ζή­τη­μα ε­νερ­γού ζή­τη­σης. Μι­λούν για πολ­λα­πλα­σια­στές, αλ­λά δεν τους πι­στεύουν στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Εν τω με­τα­ξύ, η ελ­λη­νι­κή δη­μό­σια διοί­κη­ση έ­χει μια σει­ρά α­πό γρα­φειο­κρα­τι­κές δου­λείες, νη­σί­δες φαυ­λό­τη­τας σε έ­ναν ω­κε­α­νό α­θλιό­τη­τας, δεν μπο­ρεί να δου­λέ­ψει. Ο λό­γος λέ­νε που δεν περ­πα­τά­ει η α­νά­καμ­ψη εί­ναι ό­τι δεν έ­χουν γί­νει οι σω­στές με­ταρ­ρυθ­μί­σεις. Ότι έ­χουν γί­νει πολ­λές πο­σο­τι­κές, ό­χι ό­μως οι ποιο­τι­κές στον βαθ­μό που θα θέ­λα­με. Το θέ­μα ό­μως εί­ναι η θε­ρα­πεία. Να φύ­γουν τα ε­μπό­δια, να γί­νει α­ντα­γω­νι­στι­κή η οι­κο­νο­μία κτλ, κτλ. Πρό­κει­ται για φε­νά­κη. Αντί­θε­τα έ­χου­με πλεί­στα ό­σα πα­ρα­δείγ­μα­τα ό­που α­πό τις ε­πι­χει­ρη­μα­τι­κές δρά­σεις του κρά­τους α­να­κά­μπτει η οι­κο­νο­μία.

Βλά­βες βά­θους

Ποια η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα της ελ­λη­νι­κής οι­κο­νο­μίας;

Έχου­με μια οι­κο­νο­μία, η ο­ποία δεν δου­λεύει, δεν προ­χω­ρά. Οι τρά­πε­ζες, πχ, εί­ναι χω­ρίς κε­φά­λαια, έ­γι­νε α­νε­παρ­κής α­να­κε­φα­λαιο­ποίη­ση με στό­χευ­ση κυ­ρίως να πε­ρι­σω­θούν οι μέ­το­χοι της πα­λιάς ι­διο­κτη­σίας. Ακο­λου­θούν μία τα­κτι­κή έ­να­ντι των ε­πι­χει­ρή­σεων με πα­ρα­τά­σεις των δα­νείων, δη­λα­δή προ­σποιού­νται ό­τι θα πά­ρουν τα λε­φτά τους κά­πο­τε πί­σω και έ­τσι δεν κλεί­νουν οι ε­πι­χει­ρή­σεις. Αλλά αν δεν γι­νό­ταν αυ­τό η οι­κο­νο­μία θα κα­τέρ­ρεε. Το ε­μπό­ριο δεν μπο­ρεί να ε­ξυ­πη­ρε­τη­θεί. Οι ξέ­νοι οί­κοι δεν κά­νουν δε­κτές τις εγ­γυη­τι­κές των ελ­λη­νι­κών τρα­πε­ζών, τα χρη­μα­τοοι­κο­νο­μι­κά τμή­μα­τα των ξέ­νων οί­κων ζη­τούν να λη­φθεί υ­πό­ψη ο κίν­δυ­νος της χώ­ρας, ά­ρα δεν γί­νο­νται πολ­λές ει­σα­γω­γές – ε­ξα­γω­γές. Ο κίν­δυ­νος α­πό την α­γο­ρά της Ελλά­δας ο­δη­γεί σε πο­λύ υ­ψη­λά ε­πι­τό­κια ο­πό­τε ό­ποια ε­πι­χει­ρη­μα­τι­κή πρό­τα­ση γί­νε­ται εί­ναι α­πα­γο­ρευ­τι­κή. Εν τω με­τα­ξύ, η πο­λι­τι­κή που α­σκεί­ται δη­μιουρ­γεί 1.370.000 α­νέρ­γους, δη­λα­δή πο­λί­τες που δεν έ­χουν α­γο­ρα­στι­κή δύ­να­μη για να α­γο­ρά­σουν α­γα­θά για να λει­τουρ­γή­σει η οι­κο­νο­μία σω­στά. Ποιος παίρ­νει έ­να διαρ­κές α­γα­θό ε­νώ δεν ξέ­ρει αν αύ­ριο εί­ναι ά­νερ­γος χρεια­στεί να πλη­ρώ­σει κά­τι, έ­ναν α­κό­μη φό­ρο, δεν μπο­ρεί να πά­ρει δά­νειο κτλ; Έχουν γί­νει βλά­βες βά­θους. Η μα­κρο­χρό­νια α­νερ­γία, έ­χει φθά­σει στο 80% των α­νέρ­γων. Δη­μιουρ­γεί δε τε­ρά­στια βλά­βη στο ερ­γα­τι­κό δυ­να­μι­κό. Αυ­τή τη στιγ­μή έ­χεις νέ­ους που έ­χουν τε­λειώ­σει την εκ­παί­δευ­ση ή έ­χουν α­πο­κτή­σει σπου­δαίες δε­ξιό­τη­τες τις ο­ποίες δεν α­ξιο­ποιούν αλ­λά α­ντί­θε­τα με τις πρό­χει­ρες δου­λειές κά­θε μορ­φής που κά­νουν τις α­πα­ξιώ­νουν. Πολ­λοί, λοι­πόν, φεύ­γουν και πά­νε στο ε­ξω­τε­ρι­κό. Ή έ­χεις ε­πι­χει­ρη­μα­τίες οι ο­ποίοι έ­χουν χά­σει τα πά­ντα και εί­ναι δύ­σκο­λο να ξα­να­στα­θούν στα πό­δια τους. Βιο­τέ­χνες κα­τα­λή­γουν ά­στε­γοι, και πέ­φτει α­μέ­σως ε­πά­νω τους ό­λο το α­σφα­λι­στι­κό και φο­ρο­λο­γι­κό σύ­στη­μα, πώς θα ε­πα­νέλ­θουν, στο ο­τι­δή­πο­τε; Σαν να ζού­με συ­νο­λι­κά σ’ έ­ναν κό­σμο με κα­τά­θλι­ψη. Δεν λει­τουρ­γούν μέ­σα στην οι­κο­νο­μία ως ε­πι­χει­ρη­μα­τίες, ως ερ­γα­ζό­με­νοι ή κα­τα­να­λω­τές. Το ε­ρώ­τη­μα εί­ναι, λοι­πόν, α­πό ε­δώ πού πας; Αυ­τή η πο­λι­τι­κή δεν έ­χει διέ­ξο­δο.

Αυ­τό δεν το βλέ­πουν;

Οι Γερ­μα­νοί ο­λοέ­να και πε­ρισ­σό­τε­ρο θέ­λουν να το πά­νε πιο πί­σω. Για­τί οι Γερ­μα­νοί, γε­νι­κά, έ­χουν μια τά­ση να μην θέ­λουν η ε­μπλο­κή τους με την ΕΕ να εί­ναι τέ­τοια α­πό την ο­ποία δεν θα μπο­ρέ­σουν πο­τέ να φύ­γουν, αν το ε­πι­λέ­ξουν. Δεν θέ­λουν, δη­λα­δή, να δο­κι­μά­σουν συ­στή­μα­τα μο­νι­μό­τε­ρα ό­πως π.χ. η τρα­πε­ζι­κή έ­νω­ση κτλ. Αλλά αυ­τό έ­χει πά­ρα πο­λύ με­γά­λο κό­στος δια­χεί­ρι­σης του προ­βλή­μα­τος. Δεν το έ­χουν λύ­σει αυ­τό. Οι α­να­βο­λές που παίρ­νουν, ο­λοέ­να και με­γα­λύ­τε­ρες, ε­μπλέ­κουν και το ελ­λη­νι­κό ζή­τη­μα. Το πρό­βλη­μα, σε δια­φο­ρε­τι­κούς βαθ­μούς, το έ­χουν κι άλ­λες χώ­ρες της Ευ­ρώ­πης. Την Ελλά­δα τη χρη­σι­μο­ποιούν σαν πα­ρά­δειγ­μα για να τρο­μο­κρα­τή­σουν τις άλ­λες χώ­ρες και ό­σους α­ντι­μά­χο­νται τις νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρες ι­δέες. Υπάρ­χει, ό­μως, και μια άλ­λη πτυ­χή. Επι­χει­ρεί­ται η τε­λευ­ταία πρά­ξη ε­ξα­φά­νι­σης ό­λων των κα­τα­κτή­σεων του κοι­νω­νι­κού κρά­τους και των ερ­γα­σια­κών δι­καιω­μά­των που θε­σμο­θε­τή­θη­καν με­τά τον πό­λε­μο. Δεν θέ­λουν ε­πί­σης να α­πο­δε­χθούν ό­τι θα οι­κο­δο­μή­σουν μια ΕΕ η ο­ποία θα ε­πι­τρέ­ψει μια λύ­ση για την κρί­ση που θα πε­ρά­σει μέ­σα α­πό τις δυ­να­τό­τη­τες νέων Ευ­ρω­παϊκών θε­σμών, ό­πως έ­να εί­δος Σχε­δίου Μάρ­σα­λ, ευ­ρωο­μό­λο­γα α­πό την Ε­ΚΤ κ.τ.λ. Οι Γερ­μα­νοί δεν τα θέ­λουν αυ­τά. Βε­βαίως, δεν θέ­λουν και να κα­ταρ­ρεύ­σει ο Νό­τος, η Ελλά­δα. Διό­τι αν συμ­βεί αυ­τό κά­τω α­πό τη δι­κή τους ευ­θύ­νη πά­ει το πεί­ρα­μα. Μπο­ρεί το ελ­λη­νι­κό θαύ­μα κά­ποια στιγ­μή να γυ­ρί­σει και α­πό «ε­πι­τυ­χές σε­νά­ριο», να γί­νει «σε­νά­ριο κα­τα­στρο­φής». Όσο για τον σχε­δια­σμό ό­τι θα εί­μα­στε τριά­ντα α­κό­μη χρό­νια σε κα­θε­στώς οι­κο­νο­μι­κής κα­τα­στο­λής μπο­ρεί να μην λει­τουρ­γή­σει. Εί­ναι μια κα­τά­στα­ση ό­που το πα­ρα­μι­κρό πο­λι­τι­κό ή κοι­νω­νι­κό γε­γο­νός μπο­ρεί να πυ­ρο­δο­τή­σει μη ε­λέγ­ξι­μες κα­τα­στά­σεις. Το οι­κο­νο­μι­κό, εί­ναι σα­φές, ε­μπλέ­κε­ται με το πο­λι­τι­κό. Η κρί­ση, σ’ ό­λη την Ευ­ρώ­πη, έ­χει δη­μιουρ­γή­σει έ­να με­γά­λο ευ­ρω­σκε­πτι­κι­σμό και αυ­τό θα το δού­με, πο­λύ πι­θα­νό, στις ε­περ­χό­με­νες ευ­ρωε­κλο­γές. Ο κό­σμος θα πά­ει στην κάλ­πη, δεν μπο­ρούν να το α­πο­φύ­γουν. Οι πα­λιοί κα­λοί και­ροί του δι­κομ­μα­τι­σμού και στην Ελλά­δα, δεν υ­πάρ­χουν. Βε­βαίως, ξέ­ρουν ό­τι τα πράγ­μα­τα εί­ναι δύ­σκο­λα και για την άρ­θρω­ση ε­νός πραγ­μα­τι­κού ε­ναλ­λα­κτι­κού οι­κο­νο­μι­κού και πο­λι­τι­κού λό­γου. Ο ο­ποίος αν αρ­θρω­θεί σω­στά, και εί­ναι δύ­σκο­λο να γί­νει αυ­τό, θα έ­χει α­πο­τέ­λε­σμα.

Ο υ­πο­δειγ­μα­τι­κός κρα­τού­με­νος



Εί­ναι πραγ­μα­τι­κές δυ­σκο­λίες και ποια η πη­γή τους;
Εί­ναι πραγ­μα­τι­κές, νο­μί­ζω. Ναι μεν μπο­ρεί κά­ποιος να κά­νει ψυ­χο­γρα­φία ή πο­λι­το­γρα­φία των πο­λι­τι­κών δυ­νά­μεων και α­να­φέ­ρου­με στην Αρι­στε­ρά που εί­ναι η μό­νη Αριάδ­νη που έ­χει στα χέ­ρια της τον μί­το, ο ο­ποίος ό­μως μπο­ρεί και να κο­πεί κά­ποια στιγ­μή, αλ­λά εί­ναι πραγ­μα­τι­κές. Το πρό­βλη­μα εί­ναι να υ­πάρ­ξει μια ξε­κά­θα­ρη α­ρι­στε­ρή ε­ναλ­λα­κτι­κή λύ­ση. Με δε­δο­μέ­νο ό­τι ζού­με σε μια δια­συν­δε­δε­μέ­νη οι­κο­νο­μία, ά­ρα η λύ­ση δεν μπο­ρεί να στη­ρί­ζε­ται στην αυ­τάρ­κεια. Η ο­ποία λύ­ση ό­ταν θα αρ­χί­σει να ε­φαρ­μό­ζε­ται θα βρει πο­λύ ι­σχυ­ρούς α­ντι­πά­λους, θα έ­χου­με έ­ναν πό­λε­μο ό­χι μό­νο σε ελ­λη­νι­κό αλ­λά σε ευ­ρω­παϊκό ε­πί­πε­δο. Διό­τι στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα η λύ­ση εί­ναι μια σύ­μπρα­ξη των δυ­νά­μεων της Αρι­στε­ράς του Νό­του η ο­ποία θα μπο­ρέ­σει να δη­μιουρ­γή­σει έ­να σο­βα­ρό α­ντί­πα­λο δέ­ος α­πέ­να­ντι στον Βορ­ρά και να ε­φαρ­μό­σει την πο­λι­τι­κή της, με τη σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τία, σε Βορ­ρά και Νό­το, πιο νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρη. Πρέ­πει να το α­να­στρέ­ψεις αυ­τό, μι­λώ­ντας για την κα­τάρ­γη­ση της λι­τό­τη­τας και την α­νά­καμ­ψη της οι­κο­νο­μίας. Υπάρ­χει, α­σφα­λώς, η δυ­να­τό­τη­τα να προ­κύ­ψει μια κυ­βέρ­νη­ση η ο­ποία θα μπο­ρεί να μι­λή­σει με δια­φο­ρε­τι­κούς ό­ρους. Η ελ­λη­νι­κή κυ­βέρ­νη­ση α­κο­λού­θη­σε τη λο­γι­κή του υ­πο­δειγ­μα­τι­κού κρα­τού­με­νου. Δεν εί­χαν φτά­σει καν σε ε­πί­πε­δο δια­πραγ­μά­τευ­σης με την τρόι­κα. Με έ­να λαό πί­σω της μπο­ρεί να κά­νει α­να­δια­πραγ­μα­τεύ­σεις ή συ­γκρο­τώ­ντας ευ­ρύ­τε­ρες συμ­μα­χίες που μπο­ρεί να α­να­θαρ­ρή­σουν και άλ­λα ε­κλο­γι­κά σώ­μα­τα αλ­λού, να προ­χω­ρή­σει. Αυ­τό εί­ναι έ­να βιώ­σι­μο σχέ­διο αλ­λά και με ρί­σκο, ως α­πόρ­ροια του με­γά­λου πο­λέ­μου που θα γί­νει. Μπο­ρούν να παρ­θούν μέ­τρα μέ­σω της Ε­ΚΤ, των κον­δυ­λίων του Ε­ΣΠΑ κτλ. Χρειά­ζο­νται, λοι­πόν, θέ­σεις ου­σίας, ει­λι­κρι­νείς, κα­θα­ρές, ό­χι ευ­φυο­λο­γή­μα­τα για να κερ­δί­σου­με πό­ντους, ε­πε­ξερ­γα­σμέ­νες για κά­θε γω­νιά της κοι­νω­νίας και της οι­κο­νο­μίας. Μια στα­θε­ρό­τη­τα, προ­ε­τοι­μα­σία του κό­σμου για εν­δε­χό­με­νο σύ­γκρου­σης, πο­λέ­μου, να προ­κύ­πτει ό­τι εί­σαι α­πο­φα­σι­σμέ­νος, δε­σμευ­μέ­νος σ’ αυ­τό που κά­νεις και ε­παγ­γέλ­λε­σαι, πει­σμέ­νος ό­τι το σχέ­διό σου βγαί­νει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου